Ἐράστου

Ἐράστου
Ἔραστος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐραστοῦ — ἐραστής lover masc gen sg ἐραστός beloved masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφετός — ἐφετός, ή, όν (ΑΜ) [εφίημι] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να επιθυμήσει, επιθυμητός, ποθητός («τοῡ πρώτου ἐραστοῡ καὶ ἐφετοῡ καὶ τελείου», Πλούτ.) μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφετόν το αντικείμενο 2. συγχωρητός, επιτρεπόμενος αρχ. επιγρ. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”